-
1 сопротивление
1. (свойство) η αντίσταση, η αντίδραση, η αντοχήповерхностное - της επιφάνειας, επιφανειακή -разрядное - προληπτική - των εκκενώσεων/εκφορτώσεων- сдвигу η αντοχή σε διάτρηση, η διατμική αντοχήтепловое - см. термическое -2. (резистор) о αντισ-τάτης 3. (аргд.) η οπισθέλκουσα του κύματοςбалансировочное (аргд.) η οπισθέλκουσαεξισορρόπησηвихревое - (аргд.) - τωνδινώνлобовое - (аргд.) η μετωπική οπισθέλκουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивление